- Νειλωτις
- Νειλῶτις-ῐδος adj. f нильская, т.е. египетская
(χθών Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χθών Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Νειλώτις — Νειλῶτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. Νειλώτης … Dictionary of Greek
Νειλώτης — ο (Α Νειλώτης, θηλ. Νειλῶτις, ιδος) [Νείλος] αυτός που κατοικεί κοντά ή μέσα στον Νείλο νεοελλ. στον πληθ. οι Νειλώτες σύνολο νεγροχαμιτικών λαών με σκούρο δέρμα και πολύ μακριά πόδια, αλλ. νειλωτικό φύλο αρχ. φρ. «νειλῶτις χθών» η χώρα τού… … Dictionary of Greek